- μολυβδοχόος
- μολυβδο-χόος, ὁ,A lead-smelter, Gloss. (μολιβδ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μολυβδοχόος — ο (Α μολυβδοχόος και μολιβδοχόος) αυτός που τήκει μόλυβδο και τόν χύνει σε ρευστή κατάσταση σε καλούπια για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινο χόος, χρυσο χόος] … Dictionary of Greek
μολιβδοχόος — μολιβδοχόος, ὁ (Α) βλ. μολυβδοχόος … Dictionary of Greek
μολυβδοχοΐα — η (Α μολυβδοχοΐα) [μολυβδοχόος] η τέχνη τής χύτευσης και κατεργασίας τού μολύβδου … Dictionary of Greek
μολυβδοχοώ — μολυβδοχοῶ και μολιβδοχοῶ, έω (Α) [μολυβδοχόος] 1. κατεργάζομαι, λειώνω, τήκω τον μόλυβδο 2. στερεώνω κάτι με λειωμένο μόλυβδο, όπως π.χ. ανδριάντα σε βάθρο … Dictionary of Greek
μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… … Dictionary of Greek